Περπατώ...(Μια μικρή ιστορία ντροπής)
Είναι μία από εκείνες τις ημέρες, τις ημέρες που δε διαφέρουν μεταξύ τους, τις ημέρες που καθένας θέλει να τις κάνει ξεχωριστές.Ξυπνώ με πολύ καλή διάθεση και τις αισθήσεις μου να μου προδίδουν τον καιρό, την κίνηση πριν ανοίξω τα μάτια μου. Γνωρίζω την γειτονιά μου από τις μυρωδιές και τους ήχους όσο είμαι ακόμα μέσα στο σπίτι μου.
Βαθιά ανάσα... βρεγμένη τέντα και απορρυπαντικό καθαρισμού τζαμιών, η κυρα-Νίκη μόλις άνοιξε το μαγαζί απέναντι από το σπίτι μου, πλένει την τέντα και τη βιτρίνα κάθε μέρα στις 8 το πρωί ακριβώς. Την ακούω να καλημερίζει τον κυρ-Παντελή ο οποίος ανταποδίδει με μια φιλοφρόνηση.
Βαθιά ανάσα... φρέσκο ψωμί και σουσαμένια κουλουράκια, ένα ολόκληρο ουράνιο τόξο από τις διαφορετικές μυρωδιές βουτημάτων και γλυκών από τον φούρνο της γειτονιάς.
Βαθιά ανάσα... φρέσκα λαχανικά, εσπεριδοειδή, χόρτα σε τέλεια αρμονία. Λάθος μου... κάτι λείπει, δεν μυρίζουν οι ντομάτες, έχω χρόνια να μυρίσω πραγματική ντομάτα... τόσα πολλά που συνήθισα να ΜΗΝ την μυρίζω.
Έχω χρόνο αλλά πρέπει να βιαστώ, ποτέ δεν είναι αρκετός ο χρόνος.
Μπανάκι και παίρνω ένα γρήγορο πρωινό, φρυγανιές ζεστό καφέ και... όχι, όχι τσιγάρο, είναι καιρός που ελευθέρωσα το βασίλειο της όσφρησης από το δικτάτορα «τσιγάρο». Είναι η ώρα να βγω.
Βαθιά ανάσα... αισιοδοξία, χαμόγελο.
Πίσω από την ξύλινη εξώπορτα της πολυκατοικίας οργιάζουν οι ήχοι της γειτονίας. Φωνές μικρών παιδιών, συζητήσεις ηλικιωμένων, ένας μικρός καβγάς στο κοντινό περίπτερο, ένα μηχανάκι και δύο αυτοκίνητα. Ανοίγω την πόρτα και περπατώ.
Η στάση μου είναι κοντά, μόλις 3 τετράγωνα από το σπίτι μου. Βαδίζω αργά και στρίβω στον πρώτο δρόμο δεξιά, περπατώ ανάμεσα στους περαστικούς με χαμόγελο. Μια γυναίκα βλαστημά, της έπεσε η τσάντα. Οι περαστικοί βαδίζουν γοργά, με προσπερνούν, με σπρώχνουν.
Περπατώ.
Έφτασα στο τέλος του πρώτου τετραγώνου, σκοντάφτω πάνω σε ένα αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο πάνω στην διάβαση μα περπατώ, δίπλα σταματημένα αυτοκίνητα που μαρσάρουν μέχρι να συναντήσω ένα ξεχασμένο κάδο απορημάτων που βρομάει, κάποιος ξέχασε να τον αδειάσει. Σταματώ στο περίπτερο να αγοράσω χαρτομάντιλα και καραμέλες βουτύρου, πληρώνω με ένα χαρτονόμισμα, «ήταν ανάγκη να το διπλώσεις έτσι?» με ρώτησε ο περιπτεράς «φοβάμαι πως ναι, καλή σας ημέρα» του απαντώ καθώς μου δίνει τα ρέστα.
Περπατώ.
Έφτασα στο τέλος του τρίτου τετραγώνου. Συνωστισμός στην διάβαση, τα αυτοκίνητα ουρλιάζουν και περνούν γοργά μπροστά μας. Ένα αυτοκίνητο σταματά σχεδόν δίπλα μας, τα υπόλοιπα πίσω του φρενάρουν, οι πεζοί αρχίζουν να διασχίζουν την διάβαση, κάποιος με σπρώχνει.
Έφτασα στην στάση και περιμένω. Δεν περιμένουν πολλοί στην στάση, κάποιο λεωφορείο πέρασε πριν λίγο προφανώς. Ένα επόμενο έρχεται γρήγορα και σταματά στην στάση.
- Αυτό είναι το 218? Ρωτάω.
- Έλα ανέβα, είναι η απάντηση
Ανεβαίνω στο λεωφορείο και ακυρώνω το εισιτήριό μου στο μηχάνημα δίπλα στην πόρτα, το λεωφορείο ξεκινά. Μετρώ 6 στάσεις, ο προορισμός μου είναι εκεί, μετά την πέμπτη στάση πατώ το κουμπί της στάσης. Κατεβαίνω στην έκτη στάση, το λεωφορείο φεύγει.Λίγοι περαστικοί, τα βήματά τους δεν είναι τόσο γοργά όσο θα έπρεπε, λείπει μια μυρωδιά, δεν μυρίζω ευκάλυπτο. Λείπει ένας ήχος, δεν ακούω σιντριβάνι, ω θεέ μου! Βρίσκομαι σε λάθος στάση.
- Που βρίσκομαι, σας παρακαλώ? Καμία απάντηση
Άνθρωποι περνούν σχεδόν δίπλα μου- Βοηθήστε με παρακαλώ, που βρίσκομαι? Ξαναρωτώ και πάλι χωρίς να πάρω απάντηση.
- Σας παρακαλώ, βοηθήστε με.
Κανείς δεν αποκρίνεται, κανείς δεν μου δίνει σημασία.Είμαι τυφλός, αλλά αυτοί δεν με βλέπουν.
Είμαι τυφλός, αλλά τουλάχιστον εγώ είμαι Άνθρωπος.
(Αφιερωμένο σε όλους τους μικρούς ήρωες με ειδικές ανάγκες που μας ανέχονται τόσα χρόνια να κλείνουμε τις διαβάσεις τους με αυτοκίνητα, να φτιάχνουμε ειδικές ράμπες για αυτούς και παράλληλα να τους κλείνουμε το πεζοδρόμιο με ένα νεκρό δέντρο, να μην τους δίνουμε σημασία, να μην τους ακούμε).
πηγή http://lothrill.pblogs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου