Αυτό το ζευγάρι, είχε την υπομονή να ακολουθήσει τη μακρά και επίπονη διαδικασία προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και να επιτύχει μια απόφαση η οποία αλλάζει ριζικά τα δεδομένα όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες σε ολόκληρη την Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και Έλληνες
Το ζεύγος των Ούγγρων που προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ζήτησε η αποπληρωμή του στεγαστικού του δανείου σε ελβετικό φράγκο, να γίνεται με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης και όχι την τρέχουσα, δικαιώθηκε. Τώρα ανοίγει ο δρόμος και για τους Ελληνες δανειολήπτες που έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα πρέπει να μπορούν να αξιολογούν τις οικονομικές συνέπειες που θα έχει στην τσέπη τους, η διαφορά της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ο,τι δηλαδή η αποπληρωμή του δανείου θα γίνει με διαφορετική ισοτιμία, από αυτή που ίσχυε όταν εκταμιεύθηκε το δάνειο.
Αυτό αποφάσισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Λουξεμβούργο, 30 Απριλίου 2014) για την υπόθεση C-26/13Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt ).
Αποφάνθηκε δηλαδή για την προσφυγή του ζεύγους Kásler που αμφισβήτησε ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων τη νομιμότητα της ρήτρας που επέτρεπε στην τράπεζα να υπολογίζει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις βάσει της τιμής πωλήσεως του ελβετικού φράγκου. Υποστήριξαν ότι η ρήτρα ήταν καταχρηστική, στον βαθμό που προέβλεπε, προς τον σκοπό αποδόσεως του δανείου, την εφαρμογή συναλλαγματικής ισοτιμίας διαφορετικής από εκείνη που εφαρμόσθηκε κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου.
Συγκεκριμένα στις 29 Μαΐου 2008 οι Kásler και Káslerné Rábai συνήψαν με ουγγρική τράπεζα σύμβαση ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα. Η τράπεζα χορήγησε στους οφειλέτες δάνειο ύψους 14.400.000 ουγγρικών φιορινιών (HUF) (περίπου 46.867 EUR).
Η σύμβαση όριζε ότι το ύψος του δανείου σε ελβετικά φράγκα θα καθοριζόταν βάσει της τιμής αγοράς του εν λόγω νομίσματος που εφάρμοσε η τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων.
Κατ' εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας, το ποσό του δανείου ορίσθηκε σε 94.240,84 CHF. Εντούτοις, δυνάμει της συμβάσεως, το ποσό εκάστης των οφειλόμενων δόσεων σε ουγγρικά φιορίνια θα καθοριζόταν βάσει της τιμής πωλήσεως του ελβετικού φράγκου που θα είχε εφαρμόσει η τράπεζα την προηγουμένη της ημέρας κατά την οποία η δόση θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη.
Το ουγγρικό δικαστήριο απηύθυνε σχετικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο και αποφάνθηκε ότι:
Η εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης συμβάσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί για τον λόγο ότι η επίμαχη ρήτρα σχετίζεται το ανάλογο μεταξύ, αφενός, της τιμής και της αμοιβής και, αφετέρου, των υπηρεσιών ή των ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα. Ειδικότερα, η ρήτρα αυτή καθορίζει απλώς, προς τον σκοπό υπολογισμού των δόσεων του δανείου, την τιμή μετατροπής του ουγγρικού φιορινιού σε ελβετικό φράγκο, χωρίς, ωστόσο, να προβλέπει την παροχή υπηρεσίας ανταλλαγής από τον δανειστή. Ελλείψει τέτοιου είδους υπηρεσίας, η οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως, την οποία φέρει ο οφειλέτης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή οφειλόμενη ως αντάλλαγμα υπηρεσίας.
Διευκρινίζει ότι ρήτρα που ορίζει το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως εκφεύγει της ελέγχου καταχρηστικότητας μόνο εφόσον είναι διατυπωμένη με σαφή και κατανοητό τρόπο. Όπως υπογραμμίζει η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να αφορά απλώς και μόνον τον κατανοητό τους χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη. Αντιθέτως, η σύμβαση δανείου πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή τον λόγο και τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος.
Επομένως, απόκειται στο ουγγρικό δικαστήριο, να κρίνει αν καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορούσε, βάσει της διαφημίσεως και των πληροφοριών που παρέσχε η τράπεζα στο πλαίσιο του δανείου, όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη της διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι' αυτόν η εφαρμογή της συγκεκριμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων και το συνολικό ύψους του δανείου του.
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που η κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας καθιστά, όπως εν προκειμένω, αδύνατη την εκτέλεση της συμβάσεως, η κοινοτική οδηγία δεν αποκλείει την αντικατάσταση από τον εθνικό δικαστή της καταχρηστικής ρήτρας από εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των μερών, διατηρώντας στο μέτρο του δυνατού το κύρος ολόκληρης της συμβάσεως.
Αν δεν επιτρεπόταν η αντικατάσταση αυτή και ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής της ακυρότητας καθώς και ο σκοπός της προστασίας του καταναλωτή θα διακυβεύονταν. Εν προκειμένω, μια τέτοια ακύρωση συνεπάγεται κατά κανόνα το απαιτητό του συνόλου του οφειλόμενου ποσού του δανείου. Τούτο ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, να λειτουργεί περισσότερο προς τιμωρία του ιδίου παρά του δανειστή, ο οποίος, δεδομένης της εν λόγω συνέπειας, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις του.
fpress.gr
Το ζεύγος των Ούγγρων που προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ζήτησε η αποπληρωμή του στεγαστικού του δανείου σε ελβετικό φράγκο, να γίνεται με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης και όχι την τρέχουσα, δικαιώθηκε. Τώρα ανοίγει ο δρόμος και για τους Ελληνες δανειολήπτες που έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα πρέπει να μπορούν να αξιολογούν τις οικονομικές συνέπειες που θα έχει στην τσέπη τους, η διαφορά της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ο,τι δηλαδή η αποπληρωμή του δανείου θα γίνει με διαφορετική ισοτιμία, από αυτή που ίσχυε όταν εκταμιεύθηκε το δάνειο.
Αυτό αποφάσισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Λουξεμβούργο, 30 Απριλίου 2014) για την υπόθεση C-26/13Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt ).
Αποφάνθηκε δηλαδή για την προσφυγή του ζεύγους Kásler που αμφισβήτησε ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων τη νομιμότητα της ρήτρας που επέτρεπε στην τράπεζα να υπολογίζει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις βάσει της τιμής πωλήσεως του ελβετικού φράγκου. Υποστήριξαν ότι η ρήτρα ήταν καταχρηστική, στον βαθμό που προέβλεπε, προς τον σκοπό αποδόσεως του δανείου, την εφαρμογή συναλλαγματικής ισοτιμίας διαφορετικής από εκείνη που εφαρμόσθηκε κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου.
Συγκεκριμένα στις 29 Μαΐου 2008 οι Kásler και Káslerné Rábai συνήψαν με ουγγρική τράπεζα σύμβαση ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα. Η τράπεζα χορήγησε στους οφειλέτες δάνειο ύψους 14.400.000 ουγγρικών φιορινιών (HUF) (περίπου 46.867 EUR).
Η σύμβαση όριζε ότι το ύψος του δανείου σε ελβετικά φράγκα θα καθοριζόταν βάσει της τιμής αγοράς του εν λόγω νομίσματος που εφάρμοσε η τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων.
Κατ' εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας, το ποσό του δανείου ορίσθηκε σε 94.240,84 CHF. Εντούτοις, δυνάμει της συμβάσεως, το ποσό εκάστης των οφειλόμενων δόσεων σε ουγγρικά φιορίνια θα καθοριζόταν βάσει της τιμής πωλήσεως του ελβετικού φράγκου που θα είχε εφαρμόσει η τράπεζα την προηγουμένη της ημέρας κατά την οποία η δόση θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη.
Το ουγγρικό δικαστήριο απηύθυνε σχετικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο και αποφάνθηκε ότι:
Η εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης συμβάσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί για τον λόγο ότι η επίμαχη ρήτρα σχετίζεται το ανάλογο μεταξύ, αφενός, της τιμής και της αμοιβής και, αφετέρου, των υπηρεσιών ή των ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα. Ειδικότερα, η ρήτρα αυτή καθορίζει απλώς, προς τον σκοπό υπολογισμού των δόσεων του δανείου, την τιμή μετατροπής του ουγγρικού φιορινιού σε ελβετικό φράγκο, χωρίς, ωστόσο, να προβλέπει την παροχή υπηρεσίας ανταλλαγής από τον δανειστή. Ελλείψει τέτοιου είδους υπηρεσίας, η οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πωλήσεως, την οποία φέρει ο οφειλέτης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή οφειλόμενη ως αντάλλαγμα υπηρεσίας.
Διευκρινίζει ότι ρήτρα που ορίζει το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως εκφεύγει της ελέγχου καταχρηστικότητας μόνο εφόσον είναι διατυπωμένη με σαφή και κατανοητό τρόπο. Όπως υπογραμμίζει η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να αφορά απλώς και μόνον τον κατανοητό τους χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη. Αντιθέτως, η σύμβαση δανείου πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή τον λόγο και τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος.
Επομένως, απόκειται στο ουγγρικό δικαστήριο, να κρίνει αν καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορούσε, βάσει της διαφημίσεως και των πληροφοριών που παρέσχε η τράπεζα στο πλαίσιο του δανείου, όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη της διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι' αυτόν η εφαρμογή της συγκεκριμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων και το συνολικό ύψους του δανείου του.
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που η κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας καθιστά, όπως εν προκειμένω, αδύνατη την εκτέλεση της συμβάσεως, η κοινοτική οδηγία δεν αποκλείει την αντικατάσταση από τον εθνικό δικαστή της καταχρηστικής ρήτρας από εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των μερών, διατηρώντας στο μέτρο του δυνατού το κύρος ολόκληρης της συμβάσεως.
Αν δεν επιτρεπόταν η αντικατάσταση αυτή και ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής της ακυρότητας καθώς και ο σκοπός της προστασίας του καταναλωτή θα διακυβεύονταν. Εν προκειμένω, μια τέτοια ακύρωση συνεπάγεται κατά κανόνα το απαιτητό του συνόλου του οφειλόμενου ποσού του δανείου. Τούτο ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, να λειτουργεί περισσότερο προς τιμωρία του ιδίου παρά του δανειστή, ο οποίος, δεδομένης της εν λόγω συνέπειας, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις του.
fpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου